- ψάφιξξις
- -ίξξεως, ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. ψήφιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψήφιση — η / ψήφισις, ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία νεοελλ. 1. εκλογή με ψηφοφορία 2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ … Dictionary of Greek